μελισσοφάγος

μελισσοφάγος
ο
το πουλί μέροπας ο μελισσοφάγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελισσοφάγος — ο (Μ μελισσοφάγος, ον) (για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.) νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας meropidae και ειδικότερα τού είδους Merops apiaster …   Dictionary of Greek

  • μελισσοφάγων — μελισσοφάγος eating bees masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

  • αέροψ — ἀέροψ ( οπος), ο (Α) το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • αερόπους — ἀερόπους ( οδος), ο (Μ) ονομασία πτηνού (Σχόλια στους Όρνιθες τού Αριστοφάνη 1354). Ίσως πρόκειται για κακή ανάγνωση τής λέξης αέροψ, οπος ή μέροψ, που είναι το πουλί μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • κορακιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία εντάσσονται γνωστά πουλιά τής εύκρατης και τής τροπικής ζώνης, όπως είναι η αλκυόνα, ο μελισσοφάγος, ο τσαλαπετεινός, η χαλκοκουρούνα και τα εξωτικά καλάο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργός — Βλ. λ. μέροψ. * * * ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός) μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.) νεοελλ. ζωολ. ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”